- συνδούλη
- ἡ, ΜΑβλ. σύνδουλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδούλη — σύνδουλος fellow slave fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλῃ — σύνδουλος fellow slave fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδουλος — ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ [δοῡλος] μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία τού Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῡ ἀγαπητοῡ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ) αρχ. αυτός που υπηρετεί ως δούλος τού ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek